ἀσπιδοειδῆ

ἀσπιδοειδῆ
ἀσπιδοειδής
shaped like a shield
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀσπιδοειδής
shaped like a shield
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀσπιδοειδής
shaped like a shield
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • νελούμβιο — Πολυετές υδρόβιο φυτό της οικογένειας των Νυμφαιιδών (δικοτυλήδονα)·. Η επιστημονική του ονομασία είναι νελούμβιο το κομψό. Έχει ριζωματώδη, σαρκώδη βλαστό, που έρπει στον πυθμένα των λιμνών και δίνει μακρόμισχα, ασπιδοειδή, κυκλικά φύλλα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”